προσαναστέλλω

προσαναστέλλω
Α
1. ανακόπτω, εμποδίζω επί πλέον («περιλαβὼν ταῑς ἡνίαις τὸν χαλινὸν ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», Πλούτ.)
2. διαπλάσσω, σχηματίζω τα ρουθούνια βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναστέλλω «συγκρατώ, αναχαιτίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσαναστελλέσθω — προσαναστέλλω hold in aor imperat mid 3rd sg προσαναστέλλω hold in pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναστέλλουσα — προσαναστέλλω hold in pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανέστειλεν — προσαναστέλλω hold in aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναστείλας — προσαναστείλᾱς , προσαναστέλλω hold in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”